Суйя (Греция) — У этого термина существуют и другие значения, см. Суйя. Деревня Суйя Σούγια Страна ГрецияГреция … Википедия
σκληρότητα — Χαρακτηριστική αντίσταση που παρουσιάζουν τα στερεά σώματα όταν προσπαθούμε να διεισδύσουμε μέσα σ’ αυτά ή να τα χαράξουμε με ένα άλλο σώμα. Τούτο αντιστοιχεί στην αντίσταση που προβάλλουν τα σώματα σε τοπικές πλαστικές παραμορφώσεις, ή,… … Dictionary of Greek
Ιβάνοβο — (Ivanovo). Πόλη (451.000 κάτ. το 2002) της Ρωσίας στις όχθες του ποταμού Ουβόντ, πρωτεύουσα ομώνυμης επαρχίας (23.900 τ. χλμ., 1.167.000 κάτ.) στα ΒΑ της Μόσχας. Η πόλη χωρίζεται σε τρεις περιφέρειες. Το σημερινό Ι. δημιουργήθηκε το 1871 από τη… … Dictionary of Greek
Sougia — (Greek Σούγια ) is a village in Chania Prefecture on the island of Crete, Greece. It is located on the south coast of the island, 70km south of Chania. It has 109 residents (2001 census [http://www.statistics.gr/gr tables/S1101 SAP 1 TB DC 01 03… … Wikipedia
Sougia — Strand von Sougia Sougia (griechisch Σούγια, (f. sg)) ist ein Ort mit etwa 110 Einwohnern[1] in der Präfektur Chania an der Südwestküste der griechischen Insel Kreta. Verwaltungsmäßig bildet Sougia zusammen mit den Bergdörfern K … Deutsch Wikipedia
Суйя — или Суя название нескольких населённых пунктов. Суйя (греч. Σούγια) деревня на южном побережье острова Крит, Греция. Административно относится к диму Канданос Селинос нома Ханья. Суйя (исп. Zuya, баск. Zuia) муниципалитет в … Википедия
κολοκοτρώνης — Επώνυμο οικογένειας εθνικών αγωνιστών, η δράση των οποίων εκτείνεται στην προεπαναστατική περίοδο, κατά τη διάρκεια της Επανάστασης καθώς και μετά την απελευθέρωση. Η οικογένεια καταγόταν από την Πελοπόννησο και πολλά μέλη της διαδραμάτισαν… … Dictionary of Greek
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
λάζος — ο είδος σουγιά που η λεπίδα του μαζεύεται στη λαβή. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύριο όν. Λαζός < Λάζαρος, ενώ κατ άλλη άποψη πήρε την ονομασία του επειδή τό είχαν κρεμασμένο στη ζώνη τους οι Σταυροφόροι τού τάγματος τού Αγίου Λαζάρου] … Dictionary of Greek
σουγιάς — ο, Ν 1. πτυσσόμενο μαχαιράκι τσέπης 2. φρ. «τρώει ψωμί και σουγιά» τρώει σκέτο ψωμί. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.] … Dictionary of Greek